- εξοστρακίζομαι
- εξοστρακίζομαι, εξοστρακίστηκα, εξοστρακισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εξοστρακίζομαι — (Α ἐποστρακίζω) νεοελλ. (για βλήματα) προσκρούω κάπου και αναπηδώ αλλάζοντας διεύθυνση αρχ. ρίχνω όστρακα ή βότσαλα στην επιφάνεια τής θάλασσας ώστε να αναπηδούν, «κάνω πιατάκια, παξιμαδάκια». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οστρακίζω (< όστρακο)] … Dictionary of Greek
ἐξοστρακίζομαι — ἐξοστρακίζω banish by ostracism pres ind mp 1st sg ἐξοστρακίζω banish by ostracism pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)